Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου: Υπό μελέτη υποσχόμενη θεραπεία – Οι τροφές που ανακουφίζουν

Μια νέα σημαντική ανακάλυψη έκανε ομάδα Κινέζων ερευνητών, η οποία βρήκε πιθανώς έναν νέο θεραπευτικό στόχο για την αντιμετώπιση του συνδρόμου του ευερέθιστου εντέρου

Μια μελέτη με επικεφαλής επιστήμονες από τη Σχολή Κινέζικης Ιατρικής (SCM) του Πανεπιστημίου Baptist στο Χονγκ Κονγκ (HKBU) έδειξε για πρώτη φορά ότι το βακτήριο Ruminococcus gnavus που διαβιεί στο έντερο αποτελεί κυρίαρχο παράγοντα ενεργοποίησης του συνδρόμου του ευερέθιστου εντέρου (IBS). Η εν λόγω ανακάλυψη, που δημοσιεύθηκε στο Cell Host & Microbe, είναι σημαντική, καθώς ανοίγει το δρόμο για την ανάπτυξη νέων θεραπευτικών προσεγγίσεων, σε μια πάθηση που έως σήμερα ταλαιπωρεί χιλιάδες ασθενείς.

Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου είναι μια κοινή λειτουργική διαταραχή του εντέρου, που χαρακτηρίζεται απο εναλλαγές στη λειτουργία του εντέρου (φάση διάρροιας – φάση δυσκοιλιότητας) με χαρακτηριστικά συμπτώματα την κοιλιακή δυσφορία και το φούσκωμα. Ελλείψει διαθέσιμης θεραπείας, η αντιμετώπιση εστιάζει κυρίως στην ανακούφιση των συμπτωμάτων.

Remaining Time-0:00

Fullscreen

Mute

Προγενέστερη έρευνα είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αυξημένη παραγωγή σεροτονίνης, ενός βασικού νευροδιαβιβαστή που εμπλέκεται στη ρύθμιση της κινητικότητας του εντέρου, συμβάλλει στα γαστρεντερικά συμπτώματα. Έχει επίσης αποδειχθεί ότι η μικροχλωρίδα του εντέρου συμμετέχει στη ρύθμιση των επιπέδων σεροτονίνης. Ωστόσο, τα εν λόγω βακτηριακά είδη και ο μοριακός μηχανισμός με τον οποίο η μικροχλωρίδα του εντέρου ρυθμίζει την παραγωγή σεροτονίνης παραμένουν ασαφή.

Δύο ύποπτες ουσίες

Αναζητώντας μια πιο αποτελεσματική θεραπευτική λύση ιδιαίτερα για τη φάση της διάρροιας που χαρακτηρίζει το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, η ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τον διευθυντή του Κλινικού Τμήματος, Bian Zhaoxiang, εξέτασε χιλιάδες συστατικά τροφίμων, καθώς και τα προϊόντα διάσπασής τους στα δείγματα κοπράνων 290 ασθενών με σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου. Διαπίστωσαν ότι δύο ουσίες που παράγονται από το βακτήριο Ruminococcus gnavus, η φαιναιθυλαμίνη και η τρυπταμίνη, παρουσιάζονταν σε υψηλή περιεκτικότητα στα κόπρανα των ασθενών με το σύνδρομο. Πρόκειται για δύο αρωματικές ιχνοαμίνες που παράγονται από τη μικροβιακή πέψη των διαιτητικών πρωτεϊνών και σχετίζονται με τη σοβαρότητα των διαρροϊκών συμπτωμάτων. Οι μελετητές διαπίστωσαν ότι τα ποντίκια που είχαν τραφεί με φαιναιθυλαμίνη ή τρυπταμίνη παρουσίασαν αυξημένες συχνότητες κοπράνων. Όπως εξήγησαν, το Ruminococcus gnavus αποτελεί τον κύριο παραγωγό αυτών των δύο ουσιών. Αυτά τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι η φαιναιθυλαμίνη και η τρυπταμίνη προκαλούν το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου σε θηλαστικά χωρίς τη συμμετοχή άλλων παραγόντων κινδύνου.

Η ερευνητική ομάδα διεξήγαγε, στη συνέχεια, μια σειρά πειραμάτων, με στόχο να κατανοήσει τον μηχανισμό με τον οποίο η φαιναιθυλαμίνη και η τρυπταμίνη ενεργοποιοιούν την αυξημένη κινητικότητα του εντέρου. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι αυτό που κάνουν είναι να διεγείρουν άμεσα την παραγωγή σεροτονίνης από τα κύτταρα της εντεροχρωμαφίνης, ενεργοποιώντας έναν υποδοχέα που σχετίζεται με ίχνη αμίνης (TAAR1). Το αποτέλεσμα αυτής της διεργασίας είναι η κινητικότητα του εντέρου.

Ποιες οι προοπτικές για νέες θεραπευτικές επιλογές

Θέλοντας να μελετήσουν τις πιθανές θεραπείες, μέσω της στόχευσης σε αυτές τις δύο ουσίες, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι η αναστολή της ενεργοποίησης του TAAR1 μέσω της χρήσης ενός ειδικού αναστολέα ανακούφισε αποτελεσματικά τα διαρροϊκά συμπτώματα σε ποντίκια.

«Τα ερευνητικά μας αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι η οδός TAAR1 που προκαλείται από τις φαιναιθυλαμίνη και τρυπταμίνη είναι ένας νέος θεραπευτικός στόχος για το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου», δήλωσε ο δρ. Zhai Lixiang. «Οι ασθενείς που πάσχουν από το σύνδρομο εμφανίζουν συχνά επεισόδια διάρροιας, που συνοδεύονται από κοιλιακό άλγος, υποβιβάζοντας κατά πολύ την ποιότητα ζωής. Οι ερευνητικές ανακαλύψεις προσφέρουν πολλά υποσχόμενες δυνατότητες για την ανάπτυξη θεραπειών με βάση την αναστολή της οδού TAAR1», συμπλήρωσε ο καθηγητής Bian Zhaoxiang.

Ο ρόλος της διατροφής

Αυτή, όμως, δεν είναι η μοναδική ανακάλυψη που έκαναν οι ερευνητές. Η μελέτη διαπίστωσε, παράλληλα, ότι μια δίαιτα φτωχή σε φαινυλαλανίνη, ένα αμινοξύ της φαιναιθυλαμίνης, καταστέλλει την κινητικότητα του εντέρου στα ποντίκια, μειώνοντας τη μικροβιακή παραγωγή φαιναιθυλαμίνης και τρυπταμίνης. Τα τρόφιμα με χαμηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες, όπως φρέσκα φρούτα,  λαχανικά και ψωμί ολικής άλεσης, έχουν σχετικά χαμηλά επίπεδα φαινυλαλανίνης.

«Η ανάπτυξη στρατηγικών για τη μείωση του μικροβιακού μετασχηματισμού των διατροφικών αμινοξέων σε φαιναιθυλαμίνη και τρυπταμίνη, όπως η διαιτητική παρέμβαση με μειωμένη κατανάλωση τροφών πλούσιων σε πρωτεΐνες μπορεί να αποτελέσει μια εφικτή προσέγγιση για τη διαχείριση του συνδρόμου», κατέληξε ο Δρ Xavier Wong.