Ενδοαγγειακή αποκατάσταση των ανευρυσμάτων κοιλιακής αορτής

Το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής γίνεται διάσημο το 1948, όταν ο Albert Einstein, προσβάλλεται από την ύπουλη αυτή ασθένεια και το ανεύρυσμα του υφίσταται ρήξη. Ο Nissen το μόνο που μπορούσε να κάνει τότε, ήταν να τυλίξει τη ραγείσα αορτή με αποστειρωμένη σελοφάνη. Έτσι, του πρόσφερε άλλα επτά παραγωγικά έτη, αφού το 1955, όταν εκ νέου επήλθε ρήξη, ο Einstein επέλεξε να μην χειρουργηθεί και απεβίωσε.

Από τότε και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 50, τα μοσχεύματα για την ανοικτή κλασσική αποκατάσταση των ανευρυσμάτων κοιλιακής αορτής εξελίχθηκαν, ενώ από τα τέλη της δεκαετίας του ΄80 και αρχές του ΄90, η είσοδος και εξέλιξη της ενδαγγειακής χειρουργικής έφεραν κυριολεκτικά επιστημονική επανάσταση στην αντιμετώπιση της νόσου.

Για τη σύγχρονη αντιμετώπισή τους μας μιλάει ο Ενδαγγειοχειρουργός Δρ Βασίλειος Τζιλαλής.

Πότε η αορτή ορίζεται ως ανευρυσματική και πότε συνιστάται το ανοιχτό χειρουργείo;

Η αορτή είναι ο μεγαλύτερος αγωγός αίματος. Όταν διαταθεί πάνω από το 50% της φυσιολογικής της διαμέτρου ορίζεται ως ανευρυσματική και όταν φτάσει γενικά τα 5 – 5.5 εκ. στο κοιλιακό της τμήμα απαιτείται θεραπεία.

Η ανευρυσματεκτομή και η συρραφή των κλασσικών μοσχευμάτων απαιτούν μέση υπερ/υπομφάλιο τομή και όλα όσα συνεπάγεται ένα ανοικτό μεγάλο χειρουργείο, το οποίο, όχι μόνο έχει ωριμάσει, αλλά, όταν γίνεται από έμπειρους αγγειοχειρουργούς, είναι ο χρυσός κανόνας σε ασθενείς με υπονεφρικά ανευρύσματα, που μπορούν να χειρουργηθούν ανοικτά. Στο ανοικτό χειρουργείο, η πάσχουσα αορτή αντικαθίσταται, ενώ στο ενδαγγειακό η πάσχουσα αορτή παρακάμπτεται εσωτερικά.

Πώς γίνεται η ενδαγγειακή επέμβαση;

Μέσω μικροσκοπικών τομών ή διαδερμικά (χωρίς τομές) από τις μηροβουβωνικές πτυχές ή και τις μασχαλιαίες κοιλότητες σε πολύπλοκα περιστατικά, εισάγονται εντός των αρτηριών και ακολούθως εντός της αορτής, ειδικά ενδομοσχεύματα, που με τις κατάλληλες υποδομές (μελέτη προεγχειρητικής αξονικής αγγειογραφίας με ειδικά λογισμικά και υβριδικές αίθουσες χειρουργείου), εκπτύσσονται και στηρίζονται εσωτερικά στην αορτή πριν και μετά το ανεύρυσμα, ουσιαστικά αποκλείοντάς το από τη συστηματική κυκλοφορία. Έτσι ο ασθενής με απλό ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής εξέρχεται του νοσοκομείου σε 1-3 ημέρες. Φανταστείτε το ενδαγγειακό μόσχευμα σαν ένα νέο συνθετικό ενισχυμένο αγωγό – σωλήνα, που εισέρχεται συμπτυγμένο από τη μηριαία αρτηρία μέσα στον πάσχοντα «παλαιό», συνήθως τουλάχιστον 60-65 ετών ξεχειλωμένο ανθρώπινο αγωγό (το ανεύρυσμα) και εκπτύσσεται αποκλείοντάς το. Και από αυτό το σημείο ξεκινούν οι υποχρεώσεις του ασθενούς προς τον εαυτό του!

MyDoctors Tzilalis keimenou 1

Ποια είναι τα πλεονεκτήματά της, σε ποιους ασθενείς απευθύνεται και με ποιες ισχυρές συστάσεις βγαίνουν οι ασθενείς από το χειρουργείο;

Η ενδαγγειακή αντιμετώπιση μπορεί να είναι λιγότερο τραυματική, με λιγότερες διεγχειρητικές επιπλοκές και θνητότητα, όμως… απαιτεί δια βίου παρακολούθηση, γιατί μπορεί να υπάρξουν αναπόφευκτες ενδοδιαφυγές («μικροδιαρροές»), που μπορεί να γίνουν επικίνδυνες, αν αγνοηθούν, επιμείνουν ή και μεγαλώσουν. Η ενδαγγειακή θεραπεία έχει το ρόλο της σε μεγαλύτερης ηλικίας ασθενείς, που κινδυνεύουν περισσότερο σε ένα ανοικτό χειρουργείο (ασθενείς με σοβαρή χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, προηγούμενα ανοικτά μεγάλα χειρουργεία στην κοιλιά, πεταλοειδή νεφρό). Το ηλικιακό εύρος των ασθενών με ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, που μπορούν να αντιμετωπισθούν ενδαγγειακά, με προσεκτική επιλογή και ενδείξεις, μπορεί να φτάσει και τα 90 έτη (fit nonagenarians).

Επίσης, σε ιδιαίτερα περιστατικά, μπορεί να γίνει υβριδική θεραπεία: συνδυασμός ενός μικρού κλασσικού χειρουργείου πριν ή και ταυτόχρονα με το ενδαγγειακό χειρουργείο. Όταν, όμως, ο ασθενής είναι ικανός για ανοικτό χειρουργείο (ελάχιστος διεγχειρητικός και αναισθησιολογικός κίνδυνος σε νέο σχετικά ασθενή, χωρίς πολλά προβλήματα υγείας), θα πρέπει να προσφέρεται η κλασσική χειρουργική θεραπεία από έμπειρους, βέβαια, αγγειοχειρουργούς.

Από τον Αγγειοχειρουργό – Ενδαγγειοχειρουργό Δρ. Βασίλειο Τζιλαλή