Εξετάσεις από τα 45 για την πρόληψη του καρκίνου στο έντερο – Ανακοίνωση ομάδας επιστημόνων

Εξετάσεις από τα 45 για την πρόληψη του καρκίνου στο έντερο – Ανακοίνωση ομάδας επιστημόνων

Οι προληπτικές εξετάσεις για τον καρκίνο του παχέος εντέρου θα πρέπει να ξεκινούν από την ηλικία των 45 ετών, αντί των 50, καθώς η πάθηση διαγιγνώσκεται όλο και συχνότερα σε άτομα μικρής ηλικίας, ανακοίνωσε ομάδα εργασίας στις ΗΠΑ.

Οι συστάσεις της Ομάδας Εργασίας για την Πρόληψη, τις οποίες ακολουθούν γιατροί και ασφαλιστικές εταιρείες, εναρμονίζονται έτσι με τις κατευθυντήριες γραμμές της Αμερικανικής Εταιρείας Καρκίνου, η οποία από το 2018 συστήνει προληπτικές εξετάσεις από τα 45 έτη.

Ο καρκίνος του παχέος εντέρου είναι σήμερα η τρίτη κυριότερη αιτία θανάτου από τον καρκίνο τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες.

Διαγιγνώσκεται συχνότερα σε άτομα 65 έως 75 ετών, ωστόσο το 11% των κρουσμάτων αφορούν ασθενείς κάτω των 50, επισήμανε η ομάδα εργασίας.

Η επίπτωση της νόσου (ο αριθμός κρουσμάτων σε μια δεδομένη χρονική περίοδο) στην ηλικιακή ομάδα των 40-49 ετών έχει αυξηθεί κατά σχεδόν 15% τα τελευταία χρόνια, προειδοποιεί η ομάδα εργασίας, την οποία διόρισε το υπουργείο Υγείας και Ανθρώπινων Υπηρεσιών.

Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος για όσους έχουν οικογενειακό ιστορικό της νόσου, τους άνδρες και όσους εμφανίζουν παράγοντες κινδύνου όπως η παχυσαρκία, ο διαβήτης, το κάπνισμα και η κατάχρηση αλκοόλ.

Η πιο συνηθισμένη προληπτική εξέταση είναι η κολονοσκόπηση, κατά την οποία ένας καθετήρας με κάμερες εισάγεται στο παχύ έντερο. Άλλες λύσεις είναι οι εξετάσεις κοπράνων και η σιγμοειδοσκόπηση, μια παραπλήσια εξέταση που καλύπτει μόνο το τελευταίο τμήμα του παχέος εντέρου.

Οι εξετάσεις κοπράνων συνιστάται να επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο, ενώ η κολονοσκόπηση κάθε δέκα χρόνια.

Σύμφωνα με την ομάδα εργασίας, οι προληπτικές εξετάσεις δεν έχουν νόημα μετά την ηλικία των 85 ετών.

«Οι αναθεωρημένες κατευθυντήριες γραμμές θα καταστήσουν τις προληπτικές εξετάσεις διαθέσιμες για εκατομμύρια ακόμα ανθρώπους στις ΗΠΑ» γράφει η δρ Κίμι Εντζί του Ινστιτούτου «Ντέινα-Φάρμπερ» σε εντιτόριαλ που δημοσιεύει το Journal of the American Medical Association.