Για πρώτη φορά, επιστήμονες από το King’s College του Λονδίνου, με επικεφαλής έναν Έλληνα ερευνητή, απέδειξαν πώς η χρήση αντισυλληπτικών χαπιών συνδέεται με μια μορφή τριχόπτωσης. Πιο συγκεκριμένα, η νεότερη μελέτη τους, που δημοσιεύθηκε στο JAMA Dermatology, εξέτασε τον τρόπο που η λήψη του αντισυλληπτικού χαπιού μπορεί να συνδέεται με τη μετωπιαία ινωτική αλωπεκία.

Πρόκειται για μια εξαιρετικά οδυνηρή και σπάνια δερματική διαταραχή, η οποία συνδέεται με τη φλεγμονή και τη μη αναστρέψιμη απώλεια μαλλιών. Προκαλεί σταδιακή υποχώρηση της γραμμής των μαλλιών κατά μήκος του μετώπου και των κροτάφων, που μερικές φορές συνοδεύεται από απώλεια των φρυδιών ή των βλεφαρίδων. Ο αριθμός των ατόμων, κυρίως γυναικών, που εμφανίζει αυτού του είδους τριχόπτωση αυξάνεται συνεχώς από την πρώτη καταγραφή της το 1994, οδηγώντας τους επιστήμονες και τους κλινικούς ιατρούς στο συμπέρασμα ότι η νόσος μπορεί να έχει τόσο περιβαλλοντικά όσο και γενετικά αίτια.

Η μελέτη, την οποία ανέλαβε ο πρόσφατος διδακτορικός απόφοιτος Δρ. Tuntas Rayinda, με επικεφαλής τον Δρα Χρήστο Τζιότζιο, σύμβουλο δερματολόγο και ανώτερο λέκτορα στο Ινστιτούτο Δερματολογίας του St John’s, και τον καθηγητή Michael Simpson από το Τμήμα Ιατρικής και Μοριακής Γενετικής, βασίζεται στην προηγούμενη έρευνα της ομάδας, η οποία εντόπισε μεταλλάξεις σε ορισμένα γονίδια που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης της μετωπιαίας ινωτικής αλωπεκίας.

Για την εξαγωγή των αποτελεσμάτων τους, ανέτρεξαν σε δεδομένα από γυναίκες με μετωπιαία ινωτική αλωπεκία σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο -μεταξύ Ιουλίου 2015 και Σεπτεμβρίου 2017- τα οποία συγκρίθηκαν με γυναίκες που δεν είχαν τη συγκεκριμένη πάθηση από τη βάση δεδομένων UK Biobank. Όταν μελέτησαν γυναίκες με μετωπιαία ινωτική αλωπεκία, διαπίστωσαν ότι όσες είχαν μια συγκεκριμένη εκδοχή του γονιδίου CYP1B1 είχαν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν την πάθηση, όταν λάμβαναν παράλληλα αντισύλληψη από το στόμα. Αυτά τα δεδομένα υποστηρίζουν επί του παρόντος και τα μοντέλα σχετικά με την ανάπτυξη της μετωπιαίας ινωτικής αλωπεκίας, η οποία προκύπτει από έναν συνδυασμό γενετικών παραγόντων και περιβαλλοντικών παραγόντων.

Εκτός από τη βελτίωση της κατανόησης των συνδυασμένων γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων που οδηγούν στην εμφάνιση του συγκεκριμένου τύπου αλωπεκίας, οι συγγραφείς ελπίζουν ότι τα ευρήματα αυτά μπορούν να εφαρμοστούν για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου ανάπτυξής της. Η ομάδα των ερευνητών εργάζεται τώρα για την ανάπτυξη και την ευρύτερη διάθεση ενός τέτοιου γενετικού τεστ.

«Η μελέτη μας είναι η πρώτη μελέτη αλληλεπίδρασης γονιδίου-περιβάλλοντος για τη μετωπιαία ινωτική αλωπεκία (FFA), μια λειχηνοειδή φλεγμονώδη και ουλώδη πάθηση που επηρεάζει σχεδόν αποκλειστικά γυναίκες. Προηγουμένως εντοπίσαμε αιτιώδη παραλλαγή σε ένα γονίδιο που σχετίζεται με τον ορμονικό μεταβολισμό, η οποία προσδίδει ευαισθησία σε αυτή την ολοένα και πιο συχνή και εξαιρετικά οδυνηρή ασθένεια. Αποδείξαμε λοιπόν  τη συμβολή του αντισυλληπτικού στην εκδήλωση της νόσου μέσω της αλληλεπίδρασης γονιδίου-περιβάλλοντος» καταλήγει ο Δρ Χρήστος Τζιότζιος.